Τα αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία έχουν εντοπιστεί στα πλαίσια της εκτέλεσης των κατασκευαστικών έργων του ΣΑΛ

Την Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020 το Τμήμα Αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας, διοργάνωσε ενημερωτική ημερίδα για το κοινό με τίτλο “Τα αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία έχουν εντοπιστεί στα πλαίσια της εκτέλεσης των κατασκευαστικών έργων του ΣΑΛ”. Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο Έφορος Αρχαιοτήτων Δρ. Γιώργος Γεωργίου, ο Συντηρητής Αρχαιοτήτων Δρ. Ελευθέριος Χαραλάμπους και η Αρχαιολογική Λειτουργός κα Πωλίνα Χριστοφή.

Οι σωστικές αρχαιολογικές ανασκαφές στα συμβόλαια του ΣΑΛ.

Οι εκσκαφές του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (ΣΑΛ) αποτελούν για την αρχαιολογική έρευνα μια ιδιαίτερα επεμβατική διαδικασία. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται, μπορεί να αποτελέσει πηγή πολλών νέων και σημαντικών αρχαιολογικών πληροφοριών. Τα ορύγματα που διανοίγει το ΣΑΛ στην ουσία αποτελούν για τον ερευνητή μια κάθετη τομή στην ιστορία της Λάρνακας, σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και 4 μέτρα βάθος, σε όλο το εύρος τόσο του αρχαίου Κιτίου και των νεκροπόλεών του, όσο και στον Eνετικό/ Οθωμανικό οικισμό της Λάρνακας. Μέσα από τη μελέτη της στρωματογραφίας της πόλης από αυτές τις κάθετες τομές, πέρα από τα ακίνητα ευρήματα που εντοπίζονται όπως τοίχοι/ κτίσματα, τάφοι, έρχονται στο φως και πληθώρα κινητών ευρημάτων όπως κεραμική, νομίσματα, ειδώλια. Ο συνδυασμός όλων των πιο πάνω πηγών μπορεί με σχετική ασφάλεια να μας υποδείξει τα όρια και τη διασπορά των οικιστικών, των λατρευτικών και των ταφικών θέσεων διαχρονικά από την  αρχική κατοίκηση της Λάρνακας μέχρι και σήμερα. Μπορεί παράλληλα να μας υποδείξει το «διάλογο» μεταξύ των κατοίκων διαφόρων περιόδων με το περιβάλλον και τους προγόνους τους.

Λόγω της περιορισμένης αρχαιολογικής ορατότητας, που οφείλεται στη μακρόστενη μορφή των ορυγμάτων του ΣΑΛ, τα οικιστικά στρώματα και τα αρχιτεκτονικά μνημεία μας επιτρέπουν μια φευγαλέα μόνο ματιά στον πλούτο και την ευμάρεια της πόλης με μια μακραίωνη ιστορία πέραν των 17 αιώνων. Τα ταφικά μνημεία αφηγούνται με λεπτομέρειες τη σπουδαιότητα της πόλης. Η τεράστια νεκρόπολη, της οποίας η έκταση μόνο σήμερα γίνεται πλήρως αντιληπτή με τις εκσκαφές του ΣΑΛ, καταλαμβάνει τις περιοχές βόρεια και δυτικά του τείχους της πόλης σε μια περιοχή αρκετών χιλιομέτρων.

Το συμβόλαιο S9 του ΣΑΛ αποτέλεσε τη βασικότερη πηγή πληροφοριών για την τοπογραφία των νεκροπόλεων της πόλεως- βασιλείου του Κιτίου. Η δυνατότητα για αρχαιολογική έρευνα, που δόθηκε για πρώτη φορά σε οδούς νότια της Λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια, ξεκαθάρισε ερωτήματα για την τοπογραφία της πόλης και τη σχέση της με την ακτογραμμή της. Φαίνεται να διαμορφώνεται νεκρόπολη, που ξεκινά να χρησιμοποιείται ήδη από τον 12ο αιώνα π.Χ., σε μια ελώδη περιοχή, ενώ στα όριά της ορίζεται εκ νέου ο κόλπος της ακτογραμμής της Εποχής του Σιδήρου. Οι τάφοι που ανασκάφηκαν και ανήκουν στον χρονολογικό αυτό ορίζοντα είναι εντυπωσιακοί.

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στις παρυφές των ίδιων νεκροπόλεων εντοπίζονται ταφικά μνημεία που ιδρύθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν κατά την εν λόγω περίοδο. Αυτά χαρακτηρίζονται από αρχιτεκτονική τυπική της περιόδου, αλλά και από πρακτικές που ξεφεύγουν από την κανονικότητα των πρωϊμότερων περιόδων. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια εκτέλεσης των συμβολαίων C12/ C12A και S9, έχουν ανασκαφεί θαλαμωτοί τάφοι ορθογωνικής κάτοψης με αναβαθμό/ θρανίο περιμετρικά του θαλάμου για τοποθέτηση των νεκρών, ενώ ελαφρώς διαφοροποιημένος ο ίδιος τύπος περιλαμβάνει και loculi, κόγχες που ανοίγουν από τον κυρίως θάλαμο για ατομικούς ενταφιασμούς. Παράλληλα, εντοπίστηκαν μοναδικά ταφικά μνημεία που χρησιμοποιούνταν για δευτερογενείς αποθέσεις.

Το κενό που μέχρι σήμερα υπήρχε στη γνώση μας για την ιστορική συνέχεια της Λάρνακας κατά την Μεσαιωνική περίοδο, χάρη στις εκσκαφές του ΣΑΛ, έχει ξεκινήσει να μειώνεται. Οι οδοί Τέρρα Σάντα και Αγίου Φραγκίσκου Ασσίζης έχουν φέρει στο φως μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις της πόλης και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Κύπρου, η σημασία της οποίας ξεφεύγει κατά πολύ από τα όρια της Κύπρου. Πρόκειται για τα κατάλοιπα μοναστικού κτίσματος και ξενώνα προσκυνητών των Φραγκισκανών μοναχών από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν. Αυτά βρέθηκαν σχεδόν απόλυτα συσχετισμένα με το ναό του 19ου αιώνα της Madonna delle Grazie (Terra Santa). Σε γραπτές πηγές από το 1546 γίνεται αναφορά σε μοναστηριακό ξενώνα και περιγράφεται με λεπτομέρεια η ζωή των μοναχών και τα γεγονότα που συνδέονται με τη χρήση του χώρου ως ξενώνα των περιηγητών στο ταξίδι τους προς τους Άγιους Τόπους. Στα πλαίσια των εκσκαφών και στους δύο δρόμους εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα δύο κτηρίων που χαρακτηρίζονται από μικρά συνενωμένα δωμάτια θεμελιωμένα σε δύο παράλληλους τοίχους να διατρέχουν όλο το μήκος των δύο δρόμων μαρτυρώντας το τεράστιο για την εποχή μέγεθος του συμπλέγματος. Πρόσβαση στα δωμάτια παρείχε στενός διάδρομος και μικρότεροι κάθετοι σε αυτό. Το μέγεθος και η έκταση του μνημείου αποτελεί ισχυρή ένδειξη για το κόστος σε πόρους για την ανέγερση, άρα τη σημασία του. Όλα τα κινητά ευρήματα χρονολογούνται από το τέλος του 15ου μέχρι και τον 20ο αιώνα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις ποσότητες των οστράκων από εισαγόμενα ιταλικά, «μαγιόλικα» αγγεία. Η κεραμική αυτή, που υποδηλώνει τον πλούτο της μονής και τις στενές σχέσεις της με την ηπειρωτική Ευρώπη, είναι πολύ καλύτερα μελετημένη και χρονολογημένη από τα σύγχρονή της κυπριακή εφυαλωμένη κεραμική. Συνεπώς δίνεται στους ερευνητές η δυνατότητα, συσχετίζοντας τους δύο τύπους κεραμικής, να προσεγγίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις χρονολογήσεις του τοπικού υλικού πολιτισμού και ειδικότερα των τοπικών εφυαλωμένων αγγείων του 16ου – 17ου αιώνα.

Οδός Αγίου Νεοφύτου.

Κατά τις εκσκαφές του συμβολαίου C12 αποκαλύφθηκαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα  και τμήματα ψηφιδωτού δαπέδου στην οδό Αγίου Νεοφύτου, που βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της σύγχρονης πόλης της Λάρνακας. Η ανασκαφή και η αποκάλυψη του ψηφιδωτού δαπέδου άρχισε σταδιακά το Μάιο του 2016 με αρχικό στόχο την αποκάλυψη των ορίων του ψηφιδωτού δαπέδου για να καθοριστεί πώς και εάν θα προχωρούσαν τα έργα του αποχετευτικού στη συγκεκριμένη περιοχή. Η ανασκαφή αρχικά είχε καθαρά σωστικό χαρακτήρα. Κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο αποκαλύφθηκε ένα ψηφιδωτό δάπεδο μήκους είκοσι δύο (22) μέτρων και πλάτους  έξι μέτρων και εξήντα εκατοστών (6,60), το οποίο αποτελεί  μέρος συγκροτήματος λουτρού. Το τμήμα του ψηφιδωτού δαπέδου που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά φέρει διάκοσμο με γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία περιέβαλλαν τους δώδεκα κεντρικούς πίνακες που απεικονίζουν τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή. Το εν λόγω εικονογραφικό θέμα απαντάται  για πρώτη φορά σε ψηφιδωτά της Κύπρου. Η καλή κατάσταση διατήρησης του ψηφιδωτού δαπέδου συμβάλλει σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση της εικονογραφίας των ψηφιδωτών με θέμα τον Ηρακλή, το οποίο, σύμφωνα με τα γνωστά παραδείγματα, αποτελεί ένα όχι και τόσο συχνό θέμα διακόσμησης στα ψηφιδωτά του Ρωμαϊκού κόσμου.

Οι πέντε πρώτοι πίνακες από νότια προς βόρεια σώζονται αποσπασματικά λόγω της καταστροφής τους στο πρόσφατο παρελθόν από την εγκατάσταση κοινωφελών υπηρεσιών. Οι υπόλοιποι πίνακες απεικονίζουν τους ακόλουθους Άθλους ως ακολούθως: η ζώνη της Ιππολύτης, ο Λέοντας της Νεμέας, τα βόδια του Γηρυόνη, τα άλογα του Διομήδη, ο ταύρος της Κρήτης, ο Κέρβερος και τα μήλα των Εσπερίδων.

Όσον αφορά στη μελέτη και την αξιολόγηση της κεραμικής θα μπορούσε να ειπωθεί, σύμφωνα με μια προκαταρκτική αξιολόγηση, ότι είναι ξεκάθαρη η παρουσία δύο ξεχωριστών χρονολογικών ομάδων δηλαδή μία ομάδα η οποία χρονολογείται στον  3ο-4ο  μ.Χ. και μία ομάδα που χρονολογείται στον 5ο μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. Κύριοι τύποι  αυτής της κεραμικής είναι τα αγγεία μεταφοράς (αμφορείς), τα μαγειρικά σκεη (χύτρες και λεκάνες), ενώ  όσον αφορά στην κεραμική της Ρωμαϊκής περιόδου παρουσιάζεται και επιτραπέζια κεραμική, κυρίως οινοχόες. Η παρουσία μεγάλης ποσότητας αγγείων μεταφοράς και οι καύσεις που εντοπίστηκαν σε παρακείμενο χώρο είναι μια ένδειξη ότι ο χώρος ίσως μετά τον 5ον αιώνα μ.Χ. να είχε άλλη χρήση και όχι αυτή του λουτρού, στοιχείο το οποίο ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.

Η ανάδειξη του ψηφιδωτού αυτού έργου αποτελεί βασική προτεραιότητα, σύμφωνα με την πολιτική του Τμήματος Αρχαιοτήτων για διατήρηση, μελέτη και προβολή της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς. Οι αποφάσεις, προς επίτευξη αυτού του στόχου, λαμβάνονται βάσει της αξιολόγησης όλων των δεδομένων και αφού προηγηθεί επιστημονική εκτίμηση  όλων των παραμέτρων και  κυρίως των κινδύνων φθοράς. Η τελική απόφαση για την ανάδειξη του ψηφιδωτού και του μνημείου θα ληφθεί αφού ολοκληρωθεί η ανασκαφή και αφού συσταθεί διεπιστημονική ομάδα, η οποία θα εκτιμήσει τους μηχανισμούς φθοράς, θα συζητήσει όλες τις πιθανές λύσεις ανάδειξης και προβολής.

Η πόλη της Λάρνακας αναδύθηκε και αναπτύχθηκε μέσα από την ιστορία της καθιστώντας την για μας τους αρχαιολόγους πραγματικό θησαυρό πηγών και πληροφοριών. Σε μια τόσο αρχαιολογικά πλούσια πόλη είναι αναπόφευκτο η καθημερινότητα των κατοίκων της, να επηρεάζεται από το συνεχή εντοπισμό αρχαιοτήτων. Στον αντίποδα, πολλά νέα τεκμήρια που θα έρθουν στο φως θα συμβάλουν σημαντικά ώστε να ολοκληρώσουμε την αρχαιολογική εικόνα της πόλης που έχουμε ήδη αρχίσει να ανιχνεύουμε.